- Δάμαλιν
- Δάμαλιςyoung cowfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δάμαλιν — δάμαλις young cow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάλι — το (Α δαμάλιον, Μ δαμάλιν) [δάμαλις] μσν. νεοελλ. νεαρός ταύρος, αρσενικό μοσχάρι ενός ή δύο χρόνων νεοελλ. 1. το κρέας τού δαμαλιού 2. (για άνθρωπο) χοντροκέφαλος, ανόητος μσν. τρυφερή προσφώνηση αγαπημένου προσώπου («φῶς μου τὸ γλυκύ, πάν… … Dictionary of Greek
тволага — телка , только русск. цслав. тволага δάμαλιν (Сильв. и Антон., ХVI в.; см. Срезн. III, 933). Темное слово … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
καταδαμάζω — (Α καταδαμάζω) δαμάζω τελείως, καταβάλλω («εἰ μὴ κατεδαμάσατέ μου τὴν δάμαλιν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
λυκοδίωκτος — λυκοδίωκτος, ον (Α) αυτός που κυνηγήθηκε, που καταδιώχθηκε από λύκο («λυκοδίωκτον ὡς δάμαλιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + δίωκτος (< διωκτός < διώκω), πρβλ. δημο δίωκτος, κυκλο δίωκτος] … Dictionary of Greek
περισμύχω — Α 1. λειώνω, κατακαίω, καταστρέφω κάτι με σιγανή, υποκαίουσα φωτιά 2. (και μτφ.) λειώνω κάποιον από τις ερωτικές μέριμνες («ποθέω καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σμύχω «σιγοκαίω, σιγοβράζω»] … Dictionary of Greek